Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Ο Καιρός


Κάποτε κοιτούσαμε τα πουλιά
τώρα κοιτάμε τον καιρό.
Λευκά σύννεφα, πουπουλένια σαν μαξιλάρι,
γκρίζα σαν γιγάντιοι αντίχειρες,
σκοτεινά, παραγεμισμένα με κατάρες.

Κάποτε δε μας απασχολούσε.
Είχαμε ομπρέλες, και δωμάτια.
Αλλά όσο εμείς κοιτούσαμε αλλού, σε πολέμους και σε άλλες διασκεδάσεις,
ο καιρός γλιστρούσε πίσω μας σαν φίδι ή σαν φονιάς ή σαν πάνθηρας
κι έπειτα ορμούσε κατά πάνω μας.

Γιατί ήμασταν τόσο απρόσεκτοι;
αναρωτιόμαστε καθώς ο καιρός μαίνεται
πέρα από τον ορίζοντα, πράσινος
και κίτρινος, παχαίνοντας
με άμμο, και μέλη σωμάτων και σπασμένες
καρέκλες και κραυγές.
Στο ξέσπασμά του ζαρώνουμε και πνιγόμαστε

Πώς μπορούμε να τον στριμώξουμε πάλι πίσω
μέσα σ' ένα σακί ή σ' ένα μπουκάλι
όπου ήταν κάποτε τόσο μικρός;
Ποιος τον άφησε να βγει έξω;

Αν ο καιρός ακούει γενικώς
Σίγουρα δεν ακούει εμάς.
Είναι δικό μας το λάθος;
Μήπως προκαλέσαμε όλο αυτό το ναυάγιο αναπνέοντας;
Όλα όσα θέλαμε ήταν μια ευτυχισμένη ζωή,
και τα πράγματα να πορεύονται όπως συνήθως.

Ο αέρας κοπάζει. Υπάρχει μια σιωπή,
Μισή ώρα σιγής στον παράδεισο.
Τώρα να που ξανάρχεται ο καιρός
-ξανά, ξανά-
μια τεράστια θορυβώδης, επίμονη στριγκλιά, που όλα τα σαρώνει,
καψαλίζοντας τον αέρα

Είναι τυφλός και κουφός και τρομερός,
και δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του.
Ή έχει; Κι αν έχει;
Ας υποθέσουμε ότι μπορούσες να προσευχηθείς σ' αυτόν,
τι θα έλεγες;


της Margaret Atwood*
σε μετάφραση της Έλσας Κορνέτη,
Περιοδικό "Το Κουκούτσι", τ. 1

*Η Margaret Atwood είναι Καναδή συγγραφέας, ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου